- αμπαρκάριστος
- -η, -ο [μπαρκάρω]1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μπάρκαρε, δεν ναυτολογήθηκε, δεν προσλήφθηκε σε πλοίο2. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν φορτώθηκε στο πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπαρκάριστος — η, ο αυτός που δεν τον πήραν για κάποια δουλειά σε πλοίο: Είχε μείνει κάμποσους μήνες αμπαρκάριστος κι ήταν απένταρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)